- φασισμός
- Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που παράγεται από τη λέξη fascio = δέσμη, σφιχτή ένωση δυνάμεων) δεν ήταν τελείως νέα στο ιταλικό πολιτικό λεξιλόγιο: ο Μουσολίνι την είχε χρησιμοποιήσει από το 1915 για να χαρακτηρίσει το πέρασμά του από τον ειρηνόφιλο σοσιαλισμό στην πολιτική της συμμετοχής της Ιταλίας στον A’ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Τον Μάρτιο του 1919 ιδρύθηκαν τα Fasci italiani di combattimento (που αργότερα έγιναν Εθνικό φασιστικό κόμμα) και τοπικά φάσι ιδρύθηκαν στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Ιταλίας. Η πρώτη δημόσια εκδήλωση του νέου κινήματος ήταν ο εμπρησμός στο Μιλάνο της σοσιαλιστικής εφημερίδας Avanti, της οποίας ο Μουσολίνι είχε διατελέσει για ένα μικρό διάστημα διευθυντής πριν αλλάξει πολιτική κατεύθυνση. Συγχρόνως ο Ντ’ Ανούτσιο κατέλαβε τον Σεπτέμβριο του 1919, το Φιούμε όπου δημιούργησε ένα συντεχνιακό σύστημα που κράτησε δεκαέξι μήνες. Μαζί με τον Μουσολίνι προβάλλονται οι μελλοντικοί αξιωματούχοι του κινήματος, όπως ο Ντίνο Γκράντι, Ίταλο Μπάλμπο, Ρομπέρτο Φαρινάτσι.
Η Ιταλία ήταν μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο μια τραυματισμένη χώρα που είχε το αίσθημα πως την εξαπάτησαν οι σύμμαχοί της, τους οποίους κατηγορούσε ότι δεν ικανοποίησαν τις εδαφικές της διεκδικήσεις στο Φιούμε και στη Δαλματία. Η εθνική υπερηφάνεια τρέφεται με ένα αίσθημα ανταπόδοσης, το οποίο θα εκμεταλλευτούν οι φασίστες. Η χώρα αντιμετώπιζε επίσης επικίνδυνη οικονομική κρίση: οι τιμές ανέβαιναν (ο τιμάριθμος ανέβηκε από 100 το 1914 σε 300 το 1919 και σε 400 το 1920), ο δημόσιος προϋπολογισμός ήταν χρόνια ελλειμματικός, ο επισιτισμός δύσκολος, η επάνοδος στην ειρηνική ζωή δημιουργούσε προβλήματα και η βιομηχανία αποκάλυπτε τις αδυναμίες της. Στη Νότια Ιταλία, εξακολουθούσε να υφίσταται αγροτικό ζήτημα· το σύνθημα «η γη στους αγρότες» χρησιμοποιούνταν ως πρόσχημα σε απόπειρες κατάληψης των τσιφλικιών. Υπήρχε επίσης κοινωνική κρίση: η μετανάστευση στις ΗΠΑ είχε γίνει δυσκολότερη και ο υπερπληθυσμός γινόταν πιεστικός. Η ανεργία και η άνοδος του κόστους ζωής εξαθλίωναν τους αγρότες και τους εργάτες· το 80% του πληθυσμού είχε προλεταριοποιηθεί. Οι μεσαίες τάξεις, που υπέφεραν περισσότερο, αποτέλεσαν τη δύναμη του φασισμού.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία, πραγματικά, φαινόταν ανίκανη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας. Οι ταραχές και οι διαρπαγές έκαναν τις εύπορες τάξεις να φοβούνται το ενδεχόμενο μιας κομουνιστικής επικράτησης, παρά τον εφησυχασμό του πρωθυπουργού Τζολίτι, ο οποίος διαβεβαίωνε τότε ότι «ο μπολσεβικισμός στη Ρώμη είναι τόσο αδύνατος όσο και ένας ελαιώνας στη Μόσχα». Μέσα στο γενικό αυτό κλίμα της ανησυχίας και των κάθε είδους αναστατώσεων, ο φ. αναπτύχθηκε και, από την αρχή, εκδηλώθηκε «αντιδραστικός, αντικοινοβουλευτικός, αντιδημοκρατικός, αντιφιλελεύθερος και αντισοσιαλιστικός», κατά τον ορισμό του ίδιου του Μουσολίνι.
Στους πατριώτες, στους παλαιούς πολεμιστές που ήταν απογοητευμένοι από τα αποτελέσματα του πόλεμου, προσέφερε μια εθνικιστική και φιλοπόλεμη θεωρία. Στις ανησυχίες που προκαλούσε ο κομουνιστικός κίνδυνος αντέταξε την αποφασιστική θέληση να καταπολεμήσει τις σοσιαλιστικές Διεθνείς. Απέναντι σε μια ανίσχυρη κυβέρνηση και στις εξουσίες της, υποστήριξε τη δημιουργία ενός ολοκληρωτικού κράτους: Όλα ανήκουν στο κράτος, τίποτε εναντίον του κράτους, τίποτε έξω από το κράτος. Και έδωσε το σύνθημα: πίστευε, υπάκουε, πολέμα. Πραγματική θεωρία του φ. είναι η δράση. «Ο φασισμός δεν τράφηκε από τη γέννησή του με μια θεωρία φτιαγμένη από πριν μέσα στα γραφεία, αλλά γεννήθηκε από μια ανάγκη δράσης και ήταν ο ίδιος δράση. Δεν ήταν κόμμα: αντίθετα, ήταν ένα αντίκομμα και ένα κίνημα. Το όνομα που έδωσα στο κίνημα αυτό καθόριζε το χαρακτήρα του», έλεγε αργότερα ο Μουσολίνι. Στη θεωρία του ξαναβρίσκουμε τις αντιφιλελεύθερες επιδράσεις του Ζορζ Σορέλ και του Σαρλ Μοράς, τον αναθεματισμό που εξαπέλυσε ο τελευταίος εναντίον του δημοκρατικού πνεύματος που γεννήθηκε στην Αγγλία τον 18o αι. και πήρε συγκεκριμένη μορφή με τη Γαλλική επανάσταση. Τέλος, διακρίνεται ένα νέο στοιχείο: η συμμαχία της μικρής και της μεγάλης αστικής τάξης εναντίον του σοσιαλισμού που είχε καταλάβει την εξουσία στη Μόσχα μετά την Οκτωβριανή επανάσταση.
Τα ασαφή χαρακτηριστικά της θεωρίας αυτής εξηγούν γιατί ανάμεσα σε πολλούς οπαδούς του κινήματος βρίσκουμε εθνικιστές, παλαιούς πολεμιστές, δυσαρεστημένους, τυχοδιώκτες, αριβίστες και ιδεαλιστές. Βρήκε εξάλλου τη βοήθεια των μεγαλοβιομηχάνων, που αναζητούσαν κάποια δεξιά αντίδραση για vα αντιμετωπίσουν το εργατικό κίνημα. Έξω από τις πόλεις, ο φ. εξασφάλισε την υποστήριξη των μικροκτηματιών. Δεν ήταν λοιπόν το κίνημα μιας τάξης, μιας κοινωνικής ή επαγγελματικής κατηγορίας, αλλά εξέφραζε μάλλον διάφορα συμφέροντα, συχνά μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενα, μέσα σε μια σύγχυση επιδιώξεων που, όλες, επιθυμούσαν μια γρήγορη αλλαγή χωρίς να αντιτάσσονται στη «δύναμη της βίας».
Τον Νοέμβριο του 1921, το κίνημα –που είχε γίνει κόμμα– εκδήλωσε καθαρά την πρόθεσή του να καταλάβει την εξουσία· οι φιλελεύθεροι πολιτικοί, που την κατείχαν ακόμα δεν είχαν συνείδηση της κατάστασης: οι συνένοχοι τους οποίους το κίνημα στρατολογούσε στη χώρα πολλαπλασιάζονταν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η «πορεία προς τη Ρώμη» που οργάνωσε ο Μουσολίνι στις 20 Οκτωβρίου 1922 έμοιαζε περισσότερο με στρατιωτική παρέλαση παρά με επανάσταση. Στις 30 του μηνός, ο βασιλιάς Βίκτορ Εμμανουήλ Γ’ κάλεσε τον Μουσολίνι στη Ρώμη για να του αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Από το 1922 έως τον Ιανουάριο του 1925 δεν παρατηρήθηκε, εξωτερικά τουλάχιστον, καμιά αλλαγή στην οργάνωση του κράτους: η κοινοβουλευτική ζωή συνεχιζόταν. Ο Μουσολίνι, στον οποίο η Βουλή είχε παραχωρήσει πλήρεις εξουσίες, δημιούργησε το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο, που πραγματοποιούσε τη συμβίωση του ενιαίου κόμματος με το ολοκληρωτικό κράτος· ένας νέος εκλογικός νόμος τού επέτρεψε να συγκεντρώσει, στις εκλογές του Απριλίου 1924, το 64,9% των ψήφων και να καταλάβει 406 έδρες στη Βουλή. Ο σοσιαλιστής βουλευτής Ματεότι κατήγγειλε τότε (30 Μαρτίου 1924) τις παρανομίες του καθεστώτος και λίγο αργότερα δολοφονήθηκε. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μεγάλη αγανάκτηση σε όλη τη χώρα και έδωσε νέα δύναμη στην αντιπολίτευση. Αλλά ο βασιλιάς υποστήριξε τον Μουσολίνι και ο φ. ξεπέρασε την κρίση.
Στις 3 Ιανουαρίου 1925 ο Μουσολίνι ανήγγειλε την επιβολή ολοκληρωτικού καθεστώτος. Σειρά από αυθαίρετους νόμους και διατάγματα έκαναν σιγά σιγά τον Μουσολίνι «Ντούτσε»: οι αντιπολιτευόμενοι συνελήφθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν στα νησιά Λίπαρι ή αναγκάστηκαν να φύγουν στο εξωτερικό, τα κόμματα διαλύθηκαν, συγκροτήθηκε ειδικό δικαστήριο για την εκδίκαση των πολιτικών αδικημάτων, η μιλίτσια, στρατός του κόμματος, ενισχύθηκε (παρά την αντίδραση του τακτικού στρατού) και ιδρύθηκε ειδική μυστική αστυνομία η OVRA.
Ο Μουσολίνι διέθετε τώρα όλα τα μέσα που του επέτρεπαν να οργανώσει το κράτος σύμφωνα με τις φασιστικές αντιλήψεις. Άρχισε η αστυνόμευση όλου του πληθυσμού. Όλοι οι Ιταλοί, από την ηλικία των έξι ετών, έπρεπε να ανήκουν σε οργανώσεις. Οι εκπαιδευτικοί υποχρεώθηκαν να δώσουν όρκο πίστης στο καθεστώς, να κάνουν τα μαθήματά τους με φασιστική στολή και να βγάζουν στις τάξεις λόγους που υμνούσαν τον Ντούτσε. Η ιταλική ιστορία ξαναγράφτηκε για να εξαρθεί το αρχαίο μεγαλείο της Ρώμης και το νέο μεγαλείο του φασιστικού κράτους. Γενικά, με το ραδιόφωνο, τις εφημερίδες, τον κινηματογράφο, που ελέγχονταν όλα από το κράτος, στο σύνολό του ο πληθυσμός δεχόταν τη φασιστική κατήχηση· μια συνεχής σκηνοθεσία ανέλαβε να καλλιεργήσει συνεχώς το μεγαλείο και τη δόξα του καθεστώτος. Το κόμμα είναι η πηγή από την οποία στρατολογούνται όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο εξέλεγε τους βουλευτές. Όλα τα διοικητικά στελέχη του κράτους διευθύνονται από τα δύο αυτά όργανα, που αντιπροσωπεύονται σε όλες τις βαθμίδες.
Το καθεστώς είχε βέβαια και ορισμένα οικονομικά επιτεύγματα. Ακολούθησε πολιτική μεγάλων δημοσίων έργων για να καθιερώσει τη δόξα του καθεστώτος, ενώ συγχρόνως εξασφάλιζε μισθούς (αποξήρανση των Ποντινικών ελών, κατασκευή αυτοκινητόδρομων). Ο Μουσολίνι οργάνωσε επίσης μια δημογραφική εκστρατεία, που απέβλεπε στο να φτάσει ο πληθυσμός της Ιταλίας σε 70.000.000 το 1960: η μετανάστευση περιορίστηκε σημαντικά. Αλλά η πολιτική αυτή απέτυχε, όπως απέτυχε, γενικά, όλη η οικονομική πολιτική του φ.
Στο πεδίο αυτό υπήρξαν πολλά στάδια: στην αρχή, πολιτική ελεύθερων συναλλαγών (κατάργηση των εθνικοποιήσεων) και έπειτα, απότομα, το 1925, μια σχεδιασμένη οικονομία, συνοδευόμενη από άκαμπτο προστατευτισμό και ένα πρόγραμμα λιτότητας. Το 1930, οι ιταλικοί μισθοί ήταν οι χαμηλότεροι της Ευρώπης. Η ακμή της βιομηχανίας ήταν ψεύτικη και η ανεργία αυξανόταν. Η κυβέρνηση κατέφυγε σε νέους φόρους και σε αναγκαστικά εσωτερικά δάνεια, που φτώχαιναν περισσότερο τις ήδη φτωχές τάξεις.
Ο Μουσολίνι υπερηφανευόταν ότι κατάργησε τις κοινωνικές τάξεις με την καθιέρωση των συντεχνιών, που είχαν σκοπό να αυξήσουν την παραγωγή, ενώ ταυτόχρονα θα ένωναν τους ανθρώπους μεταξύ τους· αλλά ο θεσμός έμεινε τελείως τεχνητός. Αναζητώντας έτσι κάποιον τρόπο για την εξάλειψη των εσωτερικών διακρίσεων, ο Μουσολίνι υπέγραψε με τον πάπα τις συμφωνίες του Λατερανού (1929), αλλά η εχθρότητα μεταξύ Εκκλησίας και πολιτικής εξουσίας πολύ γρήγορα ανανεώθηκε.
Το 1936 ήταν το έτος της αποθέωσης του φ.: η ανακήρυξη της Αυτοκρατορίας, μετά την εισβολή στην Αιθιοπία, η αποτυχία της Κοινωνίας των Εθνών, που στάθηκε ανίκανη να επιβάλει πραγματικές κυρώσεις εναντίον της Ιταλίας, η έλλειψη σταθερότητας από την πλευρά της Γαλλίας και της Αγγλίας, που δεν τόλμησαν να υποστηρίξουν την Αιθιοπία, η προσέγγιση με τη ναζιστική Γερμανία, η επέμβαση στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, όλα αυτά φαινομενικά επιβεβαίωναν τη σταθερότητα του καθεστώτος.
Αν και η λαϊκή συμπάθεια προς το καθεστώς είχε μειωθεί κατά πολύ, και ιδιαίτερα στην ανώτερη αστική τάξη, που αρχικά ήταν ο μεγάλος υποστηρικτής του, ο φ. εξακολουθούσε να μένει ισχυρός και ουσιαστικά απρόσβλητος, γιατί στηριζόταν πάνω σε έναν άριστα οργανωμένο αστυνομικό μηχανισμό. Αλλά, κατά τη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου, στον οποίο ο Μουσολίνι απερίσκεπτα έμπλεξε την Ιταλία στο πλευρό της Γερμανίας, το καθεστώς κλονίστηκε και τελικά κατέρρευσε. Η ύπουλη και απρόκλητη επίθεση εναντίον της Ελλάδας (Οκτώβριος 1940) απέδειξε ότι ο ιταλικός στρατός «των οχτώ εκατομμυρίων λογχών», που ήταν το καύχημα του Μουσολίνι, δεν είχε καμιά διάθεση να πολεμήσει για το καθεστώς του. Και μετά τις ιταλικές ήττες στην Αλβανία ο Χίτλερ αναγκάστηκε να σπεύσει σε βοήθεια του Μουσολίνι. Παράλληλα όμως το αντιφασιστικό κίνημα, που έως τότε ήταν παράνομο και χωρίς αποτελέσματα, ισχυροποιήθηκε. Τέλος, όταν τα συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στις 10 Ιουλίου 1944 στην Ιταλία και άρχισαν να προελαύνουν προς τα βόρεια της χερσονήσου, ο Μουσολίνι παύθηκε από το Μεγάλο Φασιστικό Συμβούλιο και συνελήφθη. Λίγους μήνες αργότερα, αφού απελευθερώθηκε από Γερμανούς αλεξιπτωτιστές, ίδρυσε στη Βόρεια Ιταλία την Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία (της οποίας η επαναστατική εμφάνιση και τα αντικεφαλαιοκρατικά συνθήματα ξαναθύμιζαν τον φ. του 1919) που, παρά την άγρια τρομοκρατία, κατέρρευσε άθλια στις 25 Απριλίου 1945· τρεις μέρες αργότερα ο Μουσολίνι εκτελέστηκε από Ιταλούς αντάρτες.
Ο ιταλικός φ. δεν αποτελεί μοναδικό παράδειγμα στον 20ό αι. Συχνά τον παραβάλλουν με τον γερμανικό ναζισμό (εθνικοσοσιαλισμό), ο οποίος, από πολλές απόψεις, τελειοποίησε τις μεθόδους του συστήματος. Αλλά ο φ. είναι σε μεγάλο βαθμό ένας συνεχής αυτοσχεδιασμός, ενώ ο Χίτλερ, από το 1923 ακόμα, δηλαδή δέκα χρόνια πριν φτάσει στην εξουσία, είχε αναπτύξει στο βιβλίο του Ο αγώνας μου τη ναζιστική θεωρία, στην οποία έμεινε πάντα πιστός.
Και σε άλλες χώρες επίσης επικράτησαν τα φασιστικά κινήματα: στην Πολωνία, όπου ο στρατηγός Πιλσούδσκι κυβέρνησε ως το 1935, στην Ουγγαρία, όπου οι σιδηροτοξότες αποτελούσαν το στήριγμα του απολυταρχικού, αντισημιτικού και εθνικιστικού καθεστώτος του ναυάρχου Χόρτι, στην Ελλάδα, όπου ο στρατηγός Μεταξάς επέβαλε φασιστικό καθεστώς, στην Κροατία των Ουστάσι του Άντε Πάβελιτς, στη Ρουμανία της Σιδηράς Φρουράς, στην Πορτογαλία, όπου ο στρατηγός Καρμόνα οργάνωσε το 1926 μια πορεία προς τη Λισαβόνα και ανέθεσε την εξουσία στον δόκτορα Σαλαζάρ, στην Ισπανία, όπου ο στρατηγός Φράνκο θριάμβευσε το 1939. Τέλος, στη Γαλλία με τους Καγκουλάρ, στο Βέλγιο με τον ρεξισμό του Ντεγκρέλ, στην Αγγλία με το φασιστικό κόμμα του Όσβαλντ Μόσλεϊ, στις Ηνωμένες Πολιτείες με τα μικρά ρατσιστικά κόμματα η κατάσταση φαινόταν να δικαιολογεί έως έναν βαθμό τη φράση του Μουσολίνι: «Από το 1929 ο φασισμός έγινε όχι μόνο ένα ιταλικό φαινόμενο, αλλά ένα παγκόσμιο φαινόμενο».
Αργότερα, μορφές φασισμού παρουσιάστηκαν πάλι, κυρίως στον Tρίτο κόσμο: στο Περού, με τους σιβιλίστες με μαύρα πουκάμισα (όπως τα πουκάμισα των Ιταλών φασιστών), στη Βραζιλία με την Αξιόν ιντεγκράλε (πράσινα πουκάμισα), στη Δομινικανή Δημοκρατία με τη δικτατορία των Τρουχίλιο, στην Αργεντινή την εποχή του περονισμού. Στα τέλη του 20ού αι. η δικτατορία του Ντιβαλιέ στην Αϊτή αποτέλεσε την επιβίωση μιας μορφής φασισμού, καθώς οι «εθελοντές Εθνικής Ασφαλείας» εξασφάλιζαν το καθεστώς με την επιβολή σκληρής τρομοκρατίας.
Ηττημένος στη Γερμανία και στην Ιταλία, ο φασισμός εξακολουθεί να μένει ένα από τα φαινόμενα της πολιτικής της εποχής μας. Τον συναντάμε κυρίως στις χώρες με τις μεγάλες ιδιοκτησίες γης και με τις βιομηχανίες συγκεντρωμένες σε λίγα χέρια, όπου οι ιθύνουσες τάξεις αποδείχθηκαν ανίκανες να προσχωρήσουν σε μεταρρυθμίσεις που θα έλυναν ή θα απάλυναν τις αντιθέσεις του σύγχρονου κόσμου.
Σκηνή από ταινία του 1938, που παρουσιάζει τον Χίτλερ μαζί με τον Ιταλό δικτάτορα Μουσολίνι (φωτ. ΑΠΕ).
Συγκέντρωση δεκάδων χιλιάδων Ιταλών σε κεντρική πλατεία του Μιλάνου, με αφορμή τον εορτασμό της επετείου για την απελευθέρωση της χώρας τους από το φασισμό (φωτ. ΑΠΕ).
Μετά το 1936 ο ενθουσιασμός του ιταλικού λαού για το φασισμό άρχισε σιγά σιγά να μειώνεται, κυρίως εξαιτίας της συμμαχίας με τη ναζιστική Γερμανία των αντισημιτικών νόμων και του αντιδημοτικού πολέμου. Στη φωτογραφία εικονίζονται ο Χίτλερ (αριστερά) και ο Μουσολίνι (δεξιά).
Ο Μουσολίνι έπεσε στις 25 Ιουλίου 1944 μέσα σ’ ένα ξέσπασμα λαϊκού πανηγυρισμού.
Τουφεκισμός αποστατών από το κίνημα του φασισμού.
Η φυγή του δικτάτορα από το «Κάμπο ιμπερατόρε».
* * *ο, Ν1. ιδεολογία και πολιτικό κίνημα με δικτατορικό, ολοκληρωτικό, εθνικιστικό και ρατσιστικό χαρακτήρα, που επιβλήθηκε ως καθεστώς στην Ιταλία από το 1922 ώς το 1943, στη Γερμανία από το 1933 ώς το 1945, στην Ισπανία από το 1939 ώς το 1975, καθώς και σε ορισμένες άλλες χώρες2. (κατ' επέκτ.) κάθε εθνικιστικό, ρατσιστικό, ολοκληρωτικό κίνημα ή καθεστώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fascismo < ιταλ. fascio «δεσμίδα, πολιτική ομάδα» (< λατ. fascis «δεσμίδα») + κατάλ. -ismo (βλ. -ισμός)].
Dictionary of Greek. 2013.